Τα κλέφτικα τραγούδια σαν «στρατιωτικές εφημερίδες»
Από τον Παντελή Μπουκάλα
«Τα τραγούδια τα έκαμναν οι χωριάτες, οι στραβοί με τες λύρες» λέει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στη «Διήγησιν συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836», υπαγορευμένη στον Γεώργιο Τερτσέτη. Η πληροφορία αυτή εμπεριέχεται σε μια φράση του Κολοκοτρώνη που περιγράφει αδρά, σαν προφορικός λόγος περισσότερο παρά σαν γραπτός, τον βίο των αρματολών και των κλεφτών: «Οι πρώτοι αξιωματικοί εγίνοντο διά την ανδρείαν των ή διά την φρόνησίν των· ο μισθός των όταν ήσαν αρματολοί, το μοίρασμα των λαφύρων όταν ήσαν κλέπται· εδίδοντο και βραβεία εις τους αριστεύοντας. Οταν έσφαλλον ήτον το κόψιμον των μαλλιών, το ξαρμάτωμα· σέβας προς τας γυναίκας· εδίωχναν όποιον ήθελε βιάσει καμία γυναίκα· παιγνίδια, ταμπουράδες, πηδήματα, χορούς, τραγούδια ηρωικά, τες αμάδες· τα τραγούδια τα έκαμναν οι χωριάτες, οι στραβοί με τες λύρες· τα τραγούδια ήσαν ύμνοι, εφημερίδες στρατιωτικές».
Εχει ιδιαίτερη σημασία το ότι ο Κολοκοτρώνης χαρακτηρίζει «στρατιωτικές εφημερίδες» τα τραγούδια που ακούγονταν στα βουνά, τα κλέφτικα και όσα σε κατοπινή εποχή αποκλήθηκαν ιστορικά. Χωρίς την αγωνία του φιλολόγου ή το άγχος του λαογράφου, υποδεικνύει το καίριο. Γιατί πράγματι μπορούμε να θεωρήσουμε «στρατιωτικές εφημερίδες» τα τραγούδια: εξιστορούν σπουδαία επεισόδια του πολέμου, διασώζοντας συχνά ακόμα και λεπτομέρειές τους, όπως συμβαίνει λ.χ. με τα τραγούδια της Πάργας (1819) ή του Διάκου (1821), και απαθανατίζουν ήρωες ή ηρωικές πράξεις. Κι όλα αυτά, λιτά και αυστηρά, με τη συγκίνηση μεταστοιχειωμένη σε ποίηση. Ο μουσικός στιχουργημένος λόγος θεμελιώνεται στα ρήματα και στα ουσιαστικά, είτε δοξαστικός είναι είτε πένθιμος, επί ηρωικού θανάτου, οπότε ο επιτάφιος λόγος δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τα αρχαία επιτύμβια, γραμμένα από επώνυμους για επώνυμους. Λιγοστά είναι στα κλέφτικα τα επίθετα και τα επιρρήματα. Το επιπλέον θα καταντούσε ρητορικός πληθωρισμός. Θα άμβλυνε τη σεμνότητα της διήγησης και θα την εξέθετε στον στόμφο.
Ποιοι και πόσοι ήταν οι τυφλοί τραγουδιστές, καθώς και ποια και πόσα τραγούδια έφτιαξαν, δεν είναι διαπιστωμένο. Ο Νικόλαος Πολίτης πάντως σε μελέτημα του 1918, με τον φαινομενικά παράδοξο ή αντιφατικό τίτλο «Γνωστοί ποιηταί δημοτικών ασμάτων», παρατηρεί τα εξής: «Αληθώς δε οι καπεταναίοι των κλεφτών και οι οπλαρχηγοί της επαναστάσεως είχον οι πλείστοι τους ραψωδούς των, οι οποίοι δ΄ όμως ούτε επαίται ήσαν ούτε τυφλοί ανίκανοι να τους παρακολουθούν εις τας εκστρατείας των». «Αλλ΄ όχι σπανίως όμως», προσθέτει ο Πολίτης, «συνέβαινε αντί των παλληκαριών, αυτοί οι καπεταναίοι, δοθείσης περιστάσεως, να συνθέτουν τραγούδια».
Ηδη το 1824, στα Προλεγόμενά του στην ιδρυτική παρισινή έκδοση των «Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών», καθοριστικής σημασίας για την απελευθέρωση του τόπου, αφού αναζωογόνησε τον φιλελληνισμό, ο Κλωντ Φωριέλ αναφερόταν στη δημιουργική συμβολή των τυφλών αοιδών (βλ. τώρα την έκδοση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, με επιμέλεια του Αλέξη Πολίτη): «Πως μερικά από αυτά τα τραγούδια είναι έργο κλεφτών που έδρασαν ή βρέθηκαν στις περιπέτειες που αναφέρονται, είναι πολύ πιθανό, και το έχω ακούσει να προτείνεται από τους καλά πληροφορημένους Ελληνες. Αλλά τα περισσότερα θεωρούνται έργα τυφλών ζητιάνων που υπάρχουν σ’ όλη την Ελλάδα και θυμίζουν τους αρχαίους ραψωδούς με τόσο παρόμοιο τρόπο, που έχει κάτι το εκπληκτικό. […] Οι τυφλοί συνηθίζουν, τόσο στη στεριανή Ελλάδα όσο και στα νησιά, να μαθαίνουν απέξω όσα περισσότερα τραγούδια μπορούν, κάθε λογής και κάθε εποχής. Μερικοί μαθαίνουν στο τέλος μια τεράστια ποσότητα, και όλοι ξέρουν άφθονα. Με τον θησαυρό αυτόν στη μνήμη, περπατούν ολοένα, περιτρέχουν την Ελλάδα πάνω-κάτω από την άκρη του Μοριά ώς την Κωνσταντινούπολη, από τις παραλίες του Αιγαίου σ’ αυτές του Ιονίου. Πάνε από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό, και τραγουδούν στον κοσμάκη που μαζεύεται αμέσως γύρω τους, όπου κι αν φανούν, εκείνα τα τραγούδια που θεωρούν πως ταιριάζουν πιο πολύ είτε στον τόπο είτε στην περίπτωση, και παίρνουν μια μικρή αμοιβή, που είναι όλο το εισόδημά τους».
Ποιοι ήταν λοιπόν οι καπεταναίοι, που, όπως έχει τεκμηριωθεί γραμματολογικά και ιστοριογραφικά, έφτιαξαν ένα ή περισσότερα τραγούδια, θεμελιωμένα συνήθως σε παλαιότερα, όντως ανώνυμων και άγνωστων δημιουργών; Ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταρχάς, και ο στρατηγός Μακρυγιάννης, οι οποίοι δεν παρέλειψαν να αφηγηθούν την ενασχόλησή τους αυτή, κρίνοντάς την αξιομνημόνευτη, αν όχι τιμητική. Αλλά και ο Θοδωράκης Γρίβας. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί το περίφημο προθανάτιο δίστιχο που αποδόθηκε στον Αθανάσιο Διάκο: «Για ιδές καιρό που διάλεξεν ο Χάρος να με πάρει, / τώρα π΄ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάνει η γη χορτάρι». Η έριδα λογοτεχνών, φιλολόγων, λαογράφων και ιστορικών για την πατρότητα των στίχων αυτών κρατάει από τον 19ο αιώνα, και δεν φαίνεται ότι θα υπάρξει κάποτε απάντηση που θα ικανοποιεί τους πάντες.
Είτε διαπιστωμένης πατρότητας πάντως είτε όχι, τα δημοτικά που έχουν άμεση σχέση με συγκεκριμένους καπεταναίους, αποτελούν ήδη τμήμα της βιογραφίας τους. Και έχουν να μας πουν αρκετά πράγματα για τους ίδιους, για την περίοδο που έδρασαν αλλά και για τα μετεπαναστατικά χρόνια.
Συνεπαρμένος από τη «Διήγησιν» του Κολοκοτρώνη ο Τερτσέτης, δεν διστάζει, στα Προλεγόμενά του στην έκδοση του 1846, να συσχετίσει (έστω προτάσσοντας ένα σχετικά μετριαστικό «μου φαίνεται») τον Γέρο του Μοριά με δύο πατέρες: τον πατέρα της ποίησης και τον πατέρα της ιστορίας. Γράφει: «Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ως ιστορικός καταγράφεται με τους πολλούς όσοι ιστόρησαν πολέμους Ασίας και Ευρώπης, αλλ΄ ως Ελληνας έρχεται μου φαίνεται τρίτος Ομήρου και Ηροδότου. Ομοιάζουν οι τρεις ως τρεις ακτίνες ενός κέντρου φωτεινού, έχουν οι τρεις πατρίδα την Ελλάδα, θέμα, πόλεμον Ευρώπης εναντίον Ασίας, ομιλούν την Ελληνικήν φωνήν, καθένας την φωνήν του αιώνος του, καίονται από το πνεύμα του, η φωνή τους είναι ψωμωμένη ως να ελέγαμε από την φωνήν προγενεστέρου καιρού, όχι είδωλον της φαντασίας τους. Ομοιάζει ο ένας του άλλου και εις την πλοκήν και εις την άλυσον της ιδέας και την παράστασιν των ιστορημένων πραγμάτων. Εις τον πεζόν λόγον του Ηροδότου σημαίνει η λύρα του Ομήρου, ακούς το “Μήνιν άειδε, θεά”, ως εις την διήγησιν του Κολοκοτρώνη, όταν επέτυχα γνήσια να την αρπάξω από τα χείλη του, ακούς το “Τρία πουλάκια κάθονται”. Κατώτερος ο Κολοκοτρώνης από τους δύο προγενεστέρους του εις την τέχνην, όσον το “Τρία πουλάκια κάθονται” από το “Μήνιν άειδε, θεά”, αλλ΄ ανώτερος πάλι, επειδή όσα έπραξε αυτός και οι συνόμοιοί του διηγείται – πριν τα γράψει με το κοντύλι, τα εχάραξε με το σπαθί του, καύχημα που δεν έχουν οι άλλοι δύο».
Η συνέχεια την επόμενη Κυριακή.
* Ομιλία στο συνέδριο «1821 και απομνημόνευμα: Ιστορική χρήση και ιστοριογραφική γνώση», που οργανώθηκε από το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία (20-21.3.2019).
Κεντρική εικόνα: «Ιστορίες του γυναικείου στήθους». Ατομική έκθεση της Φιλιππίνας Λιβιτσάνου στην Γκαλερί 7. Διάρκεια έκθεσης έως 6 Απριλίου. Σόλωνος 20, Αθήνα.