Οι συνθέτες και τα καπρίτσια τους.
Γιώργος Κυριαζής
Οι συνθέτες έχουν συχνά αλλόκοτες ιδέες στο κεφάλι τους σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πρέπει να εργάζονται, ή το περιβάλλον στον οποίο πρέπει να βρίσκονται, ώστε να πετύχουν το καλύτερο συνθετικό αποτέλεσμα. Αναμφίβολα, αφ’ ης στιγμής διαμορφωθεί αυτή η συνήθεια, αυτές οι συνοδείες στη διαδικασία της σύνθεσης γίνονται απαραίτητες. Το ερώτημα, όμως, είναι κατά πόσο είναι αναγκαίο να διαμορφώσει κανείς μια τέτοια συνήθεια.
Ο Χάιντν πίστευε ότι δεν μπορούσε να συνθέσει αν δεν φορούσε το δαχτυλίδι που του είχε στείλει ο Φρειδερίκος ο Μέγας· εκτός αυτού, το χαρτί στο οποίο έγραφε έπρεπε να είναι λευκό και κορυφαίας ποιότητος. Ο Γκλουκ έγραφε πιο καλά όταν καθόταν καταμεσής σ’ ένα χωράφι. Ο Ροσίνι έγραφε περισσότερη και καλύτερη μουσική όταν ήταν «γεμάτος με καλό γλυκό κρασί»· επίσης, όπως και ο Παϊζιέλο, προτιμούσε να συνθέτει ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
Ο Σακίνι προτιμούσε να έχει μια όμορφη γυναίκα στο πλάι του (εδώ που τα λέμε, αρκετοί σπουδαίοι συνθέτες δεν θα έλεγαν όχι σε μια τέτοια συνοδευτική παρουσία, είτε συνέθεταν εκείνη την ώρα είτε όχι), και ήθελε τις γάτες του να παίζουν ολόγυρά του. Ο Μότσαρτ συνέθετε πανέμορφη μουσική καθώς έπαιζε μπιλιάρδο ή μπόουλινγκ στο γρασίδι. Ο Τσινγκαρέλι προετοίμαζε τον εαυτό του για να γράψει μουσική διαβάζοντας την Αγία Γραφή ή κάποιον από τους κλασικούς συγγραφείς, ενώ ο Σάρτι προτιμούσε να βρίσκεται μέσα σε νεκρικό σκοτάδι, με μοναδικό φως ένα λιανοκέρι.
Ο Μπετόβεν συνέθετε καλύτερα κατά τη διάρκεια ενός ζωηρού περιπάτου σε δάση και χωράφια, ή αμέσως μετά, και για πολλά από τα σπουδαιότερα έργα του είχε αντλήσει έμπνευση από τις ομορφιές της φύσης.
Ο Τσιμαρόζα και ο Μεΐλ είχαν αντίθετα γούστα σε αυτό το θέμα. Ο πρώτος ήθελε να περιβάλλεται από τουλάχιστον δέκα φίλους του που φλυαρούσαν ακατάπαυστα. Οι ελαφριές συζητήσεις, γεμάτες πνεύμα (αλλά και οινόπνευμα), φαίνεται πως αποτελούσαν έμπνευση για τη μουσική του. Ο δεύτερος, από την άλλη, πήγε κάποτε στον Αρχηγό της Αστυνομίας των Παρισίων και του ζήτησε να τον κλείσει μέσα στη Βαστίλη. Εκείνος, έκπληκτος, τον ρώτησε γιατί. Ο Μεΐλ είπε ότι ήθελε να απομονωθεί από τον θόρυβο και τη φούρια της πόλης, και να ξεφύγει από τις αβρότητες των φίλων του για ένα διάστημα, έτσι ώστε να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά και απερίσπαστα στη σύνθεση. Περιττό να πούμε ότι η επιθυμία του δεν ικανοποιήθηκε. Ελάχιστοι άνθρωποι θα επιθυμούσαν να περιβάλλονται από τα τείχη της Βαστίλης, εκτός βέβαια και αν επρόκειτο να γράψουν κάποια τραγική ουβερτούρα ή έναν νεκρώσιμο ύμνο.
Ο Βάγκνερ θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι ντυμένος με στολή του τόπου και της εποχής όπου εκτυλισσόταν η πλοκή πάνω στην οποία δούλευε εκείνη την περίοδο. Επίσης ήθελε απόλυτη ησυχία και καμία διακοπή κατά τις ώρες που έγραφε. Κανείς από την οικογένειά του δεν επιτρεπόταν να μπει στο γραφείο του, και δεν δεχόταν ούτε καν να κοιτάξει τις επιστολές που έφταναν γι’ αυτόν· το δε φαγητό του το έπαιρνε μέσω μιας θυρίδας, χωρίς να ανοίξει την πόρτα του.
[ Μεταφρασμένο από το βιβλίο «Anecdotes of Great Musicians», του W. Francis Gates (Λονδίνο, Weekes & Co., 1896) ].
Πηγή: amagi