Βλαντίμιρ Ασκενάζι, ο ζωντανός μύθος της κλασικής μουσικής επιστρέφει στην Αθήνα

του Χρήστου Παρίδη

Μια αναδρομή στην πλούσια καριέρα του σπουδαίου πιανίστα και μαέστρου 

Ο Βλαντίμιρ Ασκενάζι, στα 80 του, αποτελεί ζωντανό μύθο της κλασικής μουσικής. Γεννημένος το 1937 στο Γκόρκι της Ρωσίας από γονείς μουσικούς –η μητέρα του ήταν Χριστιανή Ορθόδοξη και ο πατέρας του Εβραίος−, έδειξε από πολύ νωρίς, από τα 6 του, ότι ήταν παιδί-θαύμα, όταν έκανε την πρώτη του απόπειρα στο πιάνο.   Έτσι, στην ηλικία των 8 έγινε δεκτός στο ωδείο και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Μόσχα για να συνεχίσει τις σπουδές του και να αποφοιτήσει από το περίφημο Κονσερβατόριο, στη σκιά του σταλινικού καθεστώτος.

Έχει πει ο ίδιος: «Η μουσική υπάρχει στη ζωή μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μια μέρα βαριόμουν και ήμουν έτοιμος να κοιμηθώ, όταν η μητέρα μου με ρώτησε αν ήθελα να παίξω μουσική και είπα “ναι, θέλω να μάθω να παίζω πιάνο”.   Ο πατέρας μου, πιανίστας ελαφριάς μουσικής, έλειπε σε ταξίδι και έκανε κάποιες εβδομάδες να γυρίσει. Ξεκίνησα μαθήματα και όταν επέστρεψε και με άκουσε να παίζω ό,τι είχα μάθει έμεινε έκπληκτος. Αυτή είναι η πρώτη μου ανάμνηση».   Η πιανιστική του καριέρα πήρε διεθνείς διαστάσεις όταν το 1963 αυτομόλησε στη Δύση. Έκανε πάνω από 25 χρόνια να επιστρέψει στην πατρίδα του. Στο μεταξύ εξελίχθηκε από έναν σπουδαίο σολίστα του πιάνου σε έναν εξίσου σημαντικό μαέστρο.  

Το 1955, στην ηλικία των 18, επέστρεψε από τη Βαρσοβία και τον διεθνή διαγωνισμό πιάνου «Φρεντερίκ Σοπέν» (International Frédéric Chopin Piano Competition) με το δεύτερο βραβείο, ενώ έναν χρόνο μετά κέρδισε την 1η θέση στο Queen Elisabeth Competition στις Βρυξέλλες. Μιλώντας για εκείνο το πρώτο ταξίδι στη Δύση, θυμάται ότι επέστρεψε με παρτιτούρες έργων των Ντεμπισί και Ραβέλ, συνθέσεις οι οποίες ήταν παντελώς άγνωστες στη Σοβιετική Ένωση μέχρι εκείνη τη στιγμή.

«Ήταν μια αισχρή εποχή. Δεν γνωρίζαμε καθόλου τη δυτική μουσική. Ήταν πολύ ντροπιαστικό για τη Ρωσία, αλλά ήμασταν απομονωμένοι ακόμα και σε ό,τι αφορούσε τη μουσική!».Η επόμενη σημαντική βράβευσή του ήρθε όταν το 1962 μοιράστηκε με τον John Ogdon την 1η θέση στον Διεθνή Διαγωνισμό Τσαϊκόφσκι (Tchaikovsky Competition).

Ο Βλαντιμίρ Ασκενάζι το 1955 στον διεθνή διαγωνισμό πιάνου «Φρεντερίκ Σοπέν» όπου κέρδισε το δεύτερο βραβείο.

Η πιανιστική του καριέρα πήρε διεθνείς διαστάσεις όταν το 1963 αυτομόλησε στη Δύση. Έκανε πάνω από 25 χρόνια να επιστρέψει στην πατρίδα του. Στο μεταξύ εξελίχθηκε από έναν σπουδαίο σολίστα του πιάνου σε έναν εξίσου σημαντικό μαέστρο.

Το 1961 παντρεύτηκε την Ισλανδή Thorunn Johannsdottir, η οποία βρέθηκε στη Μόσχα για να σπουδάσει πιάνο. Ο γάμος του αποτέλεσε την κύρια αφορμή για να ζήσει εκτός της Σοβιετικής Ένωσης, που εκείνη την εποχή κυβερνούσε ο Χρουστσόφ.

Αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Αγγλία και από κει ακολούθησε μια μεγάλη πορεία και μια θριαμβευτική καριέρα, γνωστή σε όλους. Η βάση τους ήταν το Ρέικιαβικ, όπου εγκαταστάθηκαν το 1968, και ο Ασκενάζι πήρε σύντομα την ισλανδική υπηκοότητα. Απέκτησαν πέντε παιδιά. Ο πρωτότοκος γιος Βλαντίμιρ είναι επίσης πιανίστας και ο δεύτερος, ο Ντιμίτρι, κλαρινετίστας. Η μόνιμη κατοικία τους σήμερα είναι στη Λουκέρνη της Ελβετίας.

Ο Βλαντιμίρ Ασκενάζι με τη γυναίκα του και έναν από τους γιους του το 1963.

Η γκάμα του Ασκενάζι στο πιάνο υπήρξε ανέκαθεν τεράστια και κάλυπτε από τον Χάιντν έως και σύγχρονους συνθέτες. Κάθε φορά που η κριτική αναφερόταν σε αυτόν και στη μεγάλη ερμηνευτική του δεινότητα, επικεντρωνόταν στο μοναδικό ένστικτο που διαπερνούσε τη μουσική του.

Αυτός ο ιδιαίτερος δυναμισμός κορυφώθηκε σε έργα ρομαντικών και Ρώσων συνθετών, π.χ. στα 24 Πρελούδια και Φούγκες για πιάνο, Op. 87 του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, σε έργα του Σούμαν και του Σοπέν, στις σονάτες του Μπετόβεν αλλά και σε έργα για πιάνο του Μότσαρτ, του Μπάρτοκ και του Ραχμάνινοφ.

Έτσι, από τη στιγμή που τον ανακάλυψε η Δύση δεν έπαψε να ηχογραφεί άλμπουμ, ενώ παράλληλα εξέλιξε το μεγάλο του ενδιαφέρον για τη μουσική δωματίου.

Το 1981 έκανε μια θεαματική στροφή στην καλλιτεχνική του σταδιοδρομία. Άφησε –αλλά δεν εγκατέλειψε− τη σόλο καριέρα στο πιάνο και έδωσε περισσότερη έμφαση στη διεύθυνση ορχήστρας, με την ίδια επιτυχία. Για τις επόμενες δεκαετίες έργα του 19ου και 20ού αιώνα των Σιμπέλιους, Ραχμάνινοφ, Προκόφιεφ, Σοστακόβιτς και Σκριάμπιν αναδείχτηκαν εξαιρετικά υπό τη διεύθυνση του Βλαντίμιρ Ασκενάζι.

Ξεκίνησε να διευθύνει τη Philharmonic Orchestra του Λονδίνου και από το 1987 έως το 1994 βρέθηκε στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή και μαέστρου της Βασιλικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας ( Royal Philharmonic Orchestra), επίσης στο Λονδίνο.

Η καριέρα του ως μαέστρου εκτινάχθηκε διεθνώς και ο ίδιος ταξίδευσε σε όλο τον πλανήτη, διευθύνοντας τα σημαντικότερα μουσικά συγκροτήματα.

Από το 1987 έως το 1994 αποτέλεσε τον βασικό μαέστρο στην Ορχήστρα του Κλίβενταλ, για σχεδόν δέκα χρόνια, από το 1989 έως το 1998, κατείχε την ίδια θέση στη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας του Δυτικού Βερολίνου, που αργότερα εξελίχθηκε στη Γερμανική Συμφωνική Ορχήστρα (Deutsches Symphonie-Orchester Berlin), μέχρι που ορίστηκε βασικός μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας της Τσεχίας (1998-2003).

Το 2004 έγινε ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας ΝΗΚ του Τόκιο, όπως και βασικός μαέστρος στη Συμφωνική του Σίδνεϊ, επίτιμος καλλιτεχνικός διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας της Ισλανδίας αλλά και της Ορχήστρας Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις ατέλειωτες βραβεύσεις του συμπεριλαμβάνεται σειρά βραβείων Grammy είτε για σόλο ερμηνείες στο πιάνο είτε για μουσική δωματίου.

Η καριέρα του ως μαέστρου εκτινάχθηκε διεθνώς και ο ίδιος ταξίδευσε σε όλο τον πλανήτη, διευθύνοντας τα σημαντικότερα μουσικά συγκροτήματα.

Μερικά από τα διασημότερα πρότζεκτ του παραμένουν η ενορχήστρωση του «Εικόνες σε μια έκθεση» του Μοντέστ Μουσόργκσκι, το «Προκόφιεφ και Σοστακόβιτς τον καιρό του Στάλιν», με το οποίο ταξίδευσε και στη Μόσχα, αλλά και το «Επιστρέφοντας στον Ραχμάνινοφ».

Το ταξίδι του στην Κίνα το 1979, όπου γύρισε για την τηλεόραση το «Η μουσική μετά τον Μάο», και η επίσκεψή του στη Ρωσία το 1989 συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον του διεθνούς Τύπου. Η επιστροφή στα πατρώα εδάφη συνοδεύτηκε από το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ «Ο Ασκενάζι στη Μόσχα».

Παράλληλα, έχει συνεργαστεί με τον Christopher Nupen στη διάσημη σειρά κινηματογραφημένων βιογραφιών σπουδαίων προσωπικοτήτων της μουσικής. Είναι λίγοι οι μαέστροι, όπως ο Ασκενάζι, που είναι τόσο παραγωγικοί στο διεθνές στερέωμα, με αναρίθμητες συμμετοχές σε παγκόσμιες τουρνέ και κορυφαία φεστιβάλ. Δεν είναι τυχαίος, λοιπόν, ο τίτλος του αυτοβιογραφικού του βιβλίου «Beyond Frontiers» (Πέρα από σύνορα). Δεν πτοήθηκε ποτέ ούτε από τα γεωγραφικά αλλά ούτε από τα μουσικά σύνορα.

Η σταθερή του συνεργασία με την παντοδύναμη δισκογραφική Decca έχει καθορίσει την υψηλή ποιότητα των ηχογραφήσεων της συγκεκριμένης εταιρείας. Το 2007, μάλιστα, με αφορμή τα 70ά του γενέθλια, η Decca κυκλοφόρησε μια σειρά από CDs και DVDs, γιορτάζοντας τη μακρά σταδιοδρομία του ως σολίστα στο πιάνο και τα 25 χρόνια του στο πόντιουμ.

Ακολούθησε η ηχογράφηση ενός προγράμματος με έργα των Ντεμπισί και Ραβέλ για δύο πιάνα με τη συμμετοχή του γιου του Βόβκα, εγχείρημα που επαναλήφθηκε με έργα Ρώσων συνθετών, ενώ το 2010 ηχογράφησε για πρώτη φορά το «Έξι παρτίτες» του Μπαχ.

Ο Βλαντίμιρ Ασκενάζι διατηρεί στενή επαφή με την Ελλάδα. Πρωτοέπαιξε στο Φεστιβάλ Αθηνών το 1964 και τα τελευταία είκοσι χρόνια πλέον διαθέτει σπίτι στην Παλιά Επίδαυρο.

Το 2013 η εταιρεία γιόρτασε τα 50χρονα αποκλειστικής συνεργασίας με τον σπουδαίο μουσικό με μια κασετίνα η οποία περιείχε 50 CDs με εκτελέσεις σόλο πιάνο αλλά και ως διευθυντή ορχήστρας. Φυσικά, η εταιρεία δεν αρκέστηκε σε αυτά, καθώς ακολούθησαν κι άλλες ψηφιακές κυκλοφορίες, π.χ. το πλήρες έργο του Ραχμάνινοφ.

Κοντολογίς, όλα αυτά τα χρόνια και παρά την ηλικία του, δεν έχει πάψει να εμπνέει το μουσικόφιλο κοινό διεθνώς και να εμπνέεται ο ίδιος από τη μουσική. Όπως έχει πει: «Ποτέ δεν κατανοείς τη μουσική, τουλάχιστον όχι εντελώς. Κάθε φορά που μελετάς μια σύνθεση, βρίσκεις πάντοτε κάτι καινούργιο σε αυτήν. Αυτό είναι και το μεγαλείο της».

Επίσης, σε κάθε ευκαιρία μιλάει με απεριόριστο σεβασμό για το κοινό και πιστεύει ότι είναι το ακροατήριο που καθορίζει τη σχέση του μουσικού με το αντικείμενό του: «Η δουλειά του μαέστρου είναι να μεσολαβεί μεταξύ των μουσικών και του ακροατηρίου. Χωρίς το κοινό, ούτε ο μαέστρος ούτε ο συνθέτης θα είχαν κάποια χρησιμότητα».

Ο Βλαντίμιρ Ασκενάζι διατηρεί στενή επαφή με την Ελλάδα. Πρωτοέπαιξε στο Φεστιβάλ Αθηνών το 1964 και τα τελευταία είκοσι χρόνια πλέον διαθέτει σπίτι στην Παλιά Επίδαυρο.

Τώρα, χάρη στην εγκάρδια σχέση του με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Κρατική Ορχήστρα Αθηνών Στέφανο Τσιαλή, επιστρέφει στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου για να διευθύνει την ερεβώδη Δέκατη Συμφωνία του κορυφαίου Σοβιετικού συμφωνιστή Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Ένα συγκλονιστικό «χρονικό» του σταλινισμού και συνάμα ένας εκ βαθέων προσωπικός θρήνος για ελπίδες που διαψεύστηκαν.

Μετά την πρόσφατη απώλεια ενός ιστορικού μέλους της Κρατικής Ορχήστρας και λαμπρού Έλληνα μουσικού και παιδαγωγού, του Χαράλαμπου Φαραντάτου, η ΚΟΑ αποτίνει έναν ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη του με τη συμμετοχή στη συναυλία ενός από τους πιο γνωστούς μαθητές του, του Σπύρου Μουρίκη, ο οποίος θα εκτελέσει το μεγαλειώδες Κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα σε λα μείζονα του Μότσαρτ.

 

 

Συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών:

– Wolfgang Amadeus Mozart: Κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα σε λα μείζονα, K. 622
– Ντμίτρι Σοστακόβιτς: Συμφωνία αρ.10 σε μι ελάσσονα, έργο 93
Σπύρος Μουρίκης: κλαρινέτο
Μουσική διεύθυνση: Βλαντιμίρ Ασκενάζι

Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης – 16 Μαρτίου 2018/20:30

Τιμές:
Εκπτωτικό: € 7
Ζώνη Γ: € 12
Ζώνη Β: € 22
Ζώνη Α: € 32
Διακεκριμένη Ζώνη: € 45

Πηγή

Top