Μύρων Μιχαηλίδης: Σήμερα δεν φοβόμαστε τη λέξη «όπερα»

 Του Μιχάλη Παπαδόπουλου

Εδώ και λίγες μέρες, ο διεθνούς φήμης μαέστρος Μύρων Μιχαηλίδης έχει αναλάβει καθήκοντα καλλιτεχνικού διευθυντή στην ιστορική Όπερα της Ερφούρτης, καθώς και στη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Ερφούρτης, καθιστάμενος ο πρώτος Έλληνας που τυγχάνει τέτοιας τιμής.

Ο Μύρων Μιχαηλίδης δεν χρειάζεται συστάσεις. Διεθνούς φήμης μαέστρος, με πλούσια και παραγωγική θητεία τόσο στην Εθνική Λυρική Σκηνή όσο και στην Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, άφησε, και αφήνει, το αποτύπωμά του στα μουσικά και, ευρύτερα, στα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας. Μετά την αποχώρησή του από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της ΕΛΣ συνεχίζει να διαπρέπει στο διεθνές μουσικό στερέωμα, με πληθώρα εμφανίσεων και συνεργασιών σε διάφορα λυρικά θέατρα ανά τον κόσμο – Σαγκάη, Ερφούρτη, Μπραουνσβάικ, Βραζιλία, Αυστραλία, Ισπανία, Ταϊβάν κ.ά. -, διευρύνοντας τη βεντάλια μιας αξιοπρόσεκτα δημιουργικής δραστηριότητας, ενώ στο ενδιαφέρον του βρέθηκε, πρόσφατα, και η Κύπρος σε σχέση με τη συμφωνική ορχήστρα μας.

Προσφάτως, σε μια εξόχως τιμητική διάκριση, του ανατέθηκαν (από το 2018), τα καθήκοντα του Καλλιτεχνικού Διευθυντή (Generalmusikdirektor) στην ιστορική Όπερα της Ερφούρτης, καθώς και στη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Ερφούρτης, πρωτεύουσας του γερμανικού κρατιδίου της Θουριγγίας στη Γερμανία, καθιστάμενος ο πρώτος Έλληνας που τυγχάνει τέτοιας τιμής. Ο Έλληνας αρχιμουσικός προτάθηκε για τη θέση αυτή από το σώμα των μουσικών της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Ερφούρτης σε σχετική ψηφοφορία που προηγήθηκε. Αποτιμώντας τα πεπραγμένα της καθόλα γόνιμης υπηρεσίας του στο λυρικό θέατρο, αξιολογεί ως σημαντικότερη παρακαταθήκη της το γεγονός ότι ένας ολοένα μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων σήμερα στην Ελλάδα «δεν φοβάται τη λέξη όπερα», ενώ θεωρεί ως ιδιαίτερα σημαντική την καθιέρωση της ΕΛΣ ως ισότιμου «συνομιλητή» με μεγάλα λυρικά θέατρα του κόσμου.

  • Είναι παγκοίνως παραδεκτό, ότι η μουσική εκπαίδευση αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την ανάπτυξη της μουσικής κουλτούρας. Έχοντας υπηρετήσει για πολλά χρόνια και από σημαντικές υπεύθυνες θέσεις στον χώρο, θα ήθελα τη γνώμη σας για τα ζητήματα της μουσικής παιδείας. Θεωρείτε ότι κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση, ή χρειάζονται αλλαγές στις προσεγγίσεις και στη φιλοσοφία; Πώς βλέπετε, γενικά, τον ρόλο του κράτους σ’ αυτό; Και, ειδικότερα, ποιος ο ρόλος της ΕΛΚ σ’ αυτό το σημείο;

 

Η Ελλάδα πάσχει από οργανωμένη μουσική παιδεία στο υψηλότερο επίπεδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανυπαρξία Μουσικής Ακαδημίας, ενός δηλαδή εκπαιδευτικού ιδρύματος, σχεδιασμένου εξαρχής για ταλαντούχους νέους μουσικούς, που να παρέχει διαβαθμισμένο πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών. Δεν μπορούμε, βέβαια, να αμφισβητήσουμε ή να μην κάνουμε καλοδεχούμενες κάποιες μεμονωμένες αξιόλογες προσπάθειες που γίνονται στο πλαίσιο πανεπιστημιακών ή άλλων μουσικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Αλλά η ουσία είναι μία: Μόνο με μία κοινή πρωτοβουλία των Υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού θα μπορούσε από την αρχή να τεθούν σε σωστή βάση οι προϋποθέσεις σπουδών, τα κριτήρια επιλογής, οι δομές λειτουργίας και οι παρεχόμενοι τίτλοι. Σήμερα είμαι ευτυχής, διότι φαίνεται να δημιουργούνται επιτέλους σοβαρές προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας ακαδημίας λυρικής τέχνης από την «Εταιρία για το κτίριο της Όπερας και της Ακαδημίας Λυρικής Τέχνης Μαρία Κάλλας» από την εξαίρετη λυρική καλλιτέχνιδα και οραματίστρια Βάσω Παπαντωνίου.

Στη διάρκεια των θητειών μου σε κρατικούς πολιτιστικούς οργανισμούς προσπάθησα, μαζί με τους συνεργάτες μου, να οργανώσω και να υλοποιήσω εκπαιδευτικά προγράμματα όχι μόνο για τα παιδιά και τους εφήβους, αλλά και για όλους τους ενήλικες που, για οποιοδήποτε λόγο, δεν είχαν πλησιάσει ή δεν τους είχε πλησιάσει η μουσική. Δύο είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Το πρώτο είναι η παραγωγή με τον τίτλο «Η όπερα διαδραστικά στα δημοτικά σχολεία», με το οποίο «Ο κουρέας της Σεβίλης» ταξίδεψε για τέσσερα χρόνια σε όλη την Ελλάδα και προετοιμάστηκαν – οργανώθηκαν παραστάσεις με τη συμμετοχή εξειδικευμένου προσωπικού, μαθητών και διδασκόντων. Η παραγωγή αυτή χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα ΕΣΠΑ και κατατάχθηκε μέσα στα καλύτερα τριάντα προγράμματα της περιόδου χρηματοδότησης.

Το δεύτερο είναι η «Όπερα της Βαλίτσας», με το οποίο πέντε γνωστοί τίτλοι όπερας (Τραβιάτα, Λα Μποέμ, Ντον Τζοβάννι, Κάρμεν και Παλιάτσοι) προσαρμόστηκαν έτσι, ώστε οι σχετικές παραγωγές να γίνουν ευκίνητες και, άρα, ευκολότερα υλοποιήσιμες. Σημείωσε πανελλαδικά τεράστια επιτυχία. Η «Όπερα της Βαλίτσας» ταξίδεψε για τέσσερα χρόνια ανά την ελληνική επικράτεια – σε αυτό συντέλεσε και η ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος – και την παρακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας στις πόλεις τους, χωρίς εισιτήριο.

  • Έχετε αφήσει ένα γόνιμο και πολυσχιδές έργο ως καλλιτεχνικός διευθυντής, τόσο στην Εθνική Λυρική Σκηνή όσο και στην Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης. Τι θεωρείτε, εσείς προσωπικά, ως σημαντικότερο επίτευγμα της υπηρεσίας σας;

 

Ήταν χρόνια απολύτως δημιουργικά. Μας είχε συνεπάρει η ορμή της δημιουργικότητας που έφερναν τα νέα δεδομένα. Από τη μια, η κοινωνική και οικονομική κρίση στην πατρίδα μας, από την άλλην, η προετοιμασία πολιτιστικών οργανισμών για μία νέα εποχή, όπως αυτή της ΕΛΣ στις νέες της εγκαταστάσεις στο ΚΠΙΣΝ. Έγινε μια πολυετής και οργανωμένη προετοιμασία όχι μόνο σε επίπεδο δομών, αλλά και σε επίπεδο νοοτροπιών. Καταφέραμε να φτάσουμε στα εγκαίνια του Κέντρου Πολιτισμού με εξασφαλισμένη τη δυνατότητα δυναμικής παρουσίας της ΕΛΣ μέσα στο νέο της σπίτι. Αυτό που απολαμβάνουν σήμερα οι συμπολίτες μας στους νέους χώρους της ΕΛΣ δεν είναι έργο εβδομάδων, είναι έργο ετών.

Θα ξεχώριζα δύο παρακαταθήκες της δικής μου υπηρεσίας: Η μία είναι η εξωστρέφεια που απέκτησαν και η διεύρυνση προσφοράς που κατέκτησαν οι οργανισμοί, κερδίζοντας διαρκώς αυξανόμενο κοινό ευρύτερης κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Άνθρωποι, που δεν είχαν ακούσει ποτέ όπερα, αντιλήφθηκαν τις δράσεις της ΕΛΣ, συμμετείχαν και τους άρεσε. Η άλλη είναι η διεύρυνση του καλλιτεχνικού προγραμματισμού: Όχι μόνο βλέπουμε σήμερα κάποιες προτάσεις που πριν από δεκαετία είχε καταθέσει η ΚΟΘ, όπως συναυλίες στις πλατείες, συνοδεία βωβού κινηματογράφου, συμφωνικό ροκ, κοινωνικά projects, να γίνονται σταθερά σημεία καλλιτεχνικού προγραμματισμού πολλών πολιτιστικών οργανισμών, αλλά θεωρείται πλέον αυτονόητη η συμπερίληψη αυτών των προτάσεων στον καλλιτεχνικό προγραμματισμό, κάτι που δεν ίσχυε τότε.

  • Μεταφέρατε μαζί σας, ερχόμενος στην Ελλάδα, μια πλούσια σκευή γνώσεων και εμπειριών από τις σπουδές αλλά και από τις δουλειές σας στο εξωτερικό. Τι από όλα αυτά φρονείτε ότι μπορέσατε, με γόνιμο και δημιουργικό τρόπο, να αξιοποιήσετε εδώ;

 

Καταρχήν να τοποθετηθώ, λέγοντάς σας πως τόσον ο Έλληνας καλλιτέχνης, όσο και η ίδια η χώρα διαθέτουν μερικά ευεργετικά χαρακτηριστικά. Πάντοτε πίστευα στις ικανότητες των ελληνικών καλλιτεχνικών συνόλων. Απλώς, στην πατρίδα μας, γίνεται, δυστυχώς, ένας καθημερινός κοπιαστικός αγώνας για θέματα γραφειοκρατικά, τα οποία σε άλλες προηγμένες χώρες είναι από την αρχή εξασφαλισμένα. Θα αγωνίζομαι πάντοτε οι θεσμοί στην πατρίδα μας να αντιμετωπίζονται ανάλογα με το ειδικό καλλιτεχνικό βάρος τους και το κοινωνικό τους εκτόπισμα και όχι με την έκταση κάποιων διαπροσωπικών και – φυσικά – παροδικών σχέσεων μεταξύ του πολιτικού και του καλλιτεχνικού προσωπικού.

Ένα από τα στοιχειωδώς ζητούμενα είναι και εδώ, επίσης, η ανάπτυξη στρατηγικού σχεδιασμού – η ΕΛΣ πορεύεται σήμερα με το επιχειρησιακό στρατηγικό σχέδιο 2015-2020. Οι συνέργειες με άλλους φορείς, όπως μουσεία και ιδρύματα, η διάδραση μεταξύ των τεχνών, ο πολυσχιδής καλλιτεχνικός προγραμματισμός με πρωτοπόρα εκπαιδευτικά και κοινωνικά προγράμματα, η αξιοποίηση του ικανού ελληνικού καλλιτεχνικού δυναμικού, η ανάπτυξη διεθνούς δικτύου συνεργασιών είναι βασικοί άξονες του καλλιτεχνικού σχεδιασμού που ήδη από το 2013 εξαγγείλαμε. Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής, διότι τα παραπάνω όχι μόνον προγραμματίστηκαν, αλλά και υλοποιήθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια!

  • Αν και όπερες εμφανίζονται στον ελληνικό χώρο από τον 19ο αιώνα, δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι η όπερα, ως μουσικό θεατρικό είδος, αποτελεί διαχρονικό ή πρωτεύον στοιχείο του μουσικού μας πολιτισμού. Υπό αυτό το δεδομένο, πόσο δύσκολο ήταν, ή εξακολουθεί να είναι, το εγχείρημα της μεταλαμπάδευσης ή προσοικείωσής της στη μουσική μας καθημερινότητα;

 

Ακριβώς με αυτή την παραδοχή, όπως την αναφέρετε, οραματιστήκαμε, σχεδιάσαμε και υλοποιήσαμε το πρόγραμμά μας στην ΕΛΣ. Η λογική στην «εξάπλωση» της όπερας δεν ήταν να παρουσιάζουμε μ’ έναν στείρο τρόπο, στο ίδιο περιορισμένο και διαρκώς ανακυκλούμενο κοινό, κάποιους τίτλους όπερας. Προετοιμάσαμε και διευρύναμε το κοινό: ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων στην Ελλάδα δεν φοβάται σήμερα τη λέξη «όπερα». Υπάρχουν συμπολίτες μας που είδαν για πρώτη φορά παράσταση όπερας από τη Λυρική που ήρθε στη γειτονιά τους, εξ ου και η επιτυχία της «Όπερας της Βαλίτσας» ή της «Όπερας Τσέπης»! Στο πλαίσιο του προγράμματος “Η όπερα διαδραστικά στα δημοτικά σχολεία”, δεκάδες χιλιάδες παιδιά έφτιαξαν μαζί μας σκηνικά, κοστούμια, τραγούδησαν, έδρασαν! Αυτά τα παιδιά που, όταν παρουσιάστηκε το πρόγραμμα ΕΣΠΑ ήταν στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, είναι σήμερα έφηβοι.

Ακόμη και αν από αυτά τα παιδιά ένα μικρό ποσοστό έχει «μπολιαστεί» με το «μικρόβιο» της όπερας, είναι μια μεγάλη επιτυχία. Επιπρόσθετα, ας το δούμε και ως μία προσφορά ευρύτερου επαγγελματικού προσανατολισμού. Τα παιδιά, μέσω αυτών των προγραμμάτων, γνώρισαν εξόχως ενδιαφέρουσες και συναρπαστικές ειδικότητες στον χώρο του λυρικού θεάτρου: σκηνογραφία, ενδυματολογία, καλλιτεχνικός φωτισμός είναι μόνο μερικές από αυτές. Πώς βλέπετε την ανάπτυξη του σύγχρονου ελληνικού οπερατικού έργου; Έχει, σήμερα, τα φόντα να διεκδικήσει μια ενισχυμένη θέση στο διεθνές γίγνεσθαι; Να υπομνήσω εδώ ότι η ΕΛΣ παρουσίασε τα τελευταία χρόνια έργα Ελλήνων συνθετών, όπως οι Γρηγόρης Εμφιετζής και Απόστολος Ντάρλας.

Καταρχήν, θα ήθελα να τονίσω πως πολλές σκέψεις αλλά και προβληματισμοί σε σχέση με το παρόν και το μέλλον της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας λαμβάνουν χώρα σε διεθνές επίπεδο. Σε πολλά διεθνή συνέδρια γίνεται συζήτηση για τη χρυσή τομή μεταξύ πρωτοπόρας μουσικής δημιουργίας και προσέλκυσης κοινού. Μουσική που ξεφεύγει από την επαφή της με τον παλμό της εποχής της, όσο καλογραμμένη και να είναι, κινδυνεύει να αποτελεί μόνο μια ακαδημαϊκή προσέγγιση. Όσο για την πατρίδα μας, έχω την άποψη πως το “κλειδί” είναι ο συνδυασμός γραφής συνεπούς με τις νέες τεχνικές σύνθεσης, ενσωματώνοντας ελληνικά παραδοσιακά μουσικά ιδιώματα. Προσπάθησα πάντοτε να υπηρετήσω την ανάπτυξη της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας σε αυτή την κατεύθυνση. Επί συνεχή έτη, με τη διαδικασία της ανοιχτής πρόκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος για σύγχρονη όπερα, δεχτήκαμε προτάσεις από πολλούς Έλληνες συνθέτες και παρουσιάσαμε τα έργα τους σε πλήρη σκηνική μορφή. Εκτός αυτού, με απευθείας αναθέσεις σε Έλληνες συνθέτες υποστηρίξαμε τη δημιουργία μουσικών έργων, βασισμένων στη λογοτεχνία ή τη θεματολογία του 19ου ή του 20ού αιώνα, όπως η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη ή ο Καποδίστριας.

  • Η Εθνική Λυρική Σκηνή, με τη μετεγκατάστασή της στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, εισέρχεται σε μια νέα εποχή, που υπόσχεται πολλά. Τι σημαίνει και τι σηματοδοτεί η αλλαγή αυτή, κατά τη γνώμη σας;

 

Η ΕΛΣ κατέκτησε κατά τα τελευταία χρόνια όχι μόνον ένα υψηλότατο καλλιτεχνικό επίπεδο, αλλά έγινε συνομιλητής και συνδημιουργός με μεγάλα λυρικά θέατρα του εξωτερικού. Δεν θα ξεχάσω τη συγκίνηση όλων μας, όταν τον Απρίλιο του 2016, στην πρεμιέρα της όπερας «Λουτσία ντι Λάμερμουρ», στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, η ΕΛΣ αναγραφόταν ως συμπαραγωγός του σπουδαίου αυτού λυρικού θεάτρου, για πρώτη φορά στην ιστορία. Και η παρουσίαση αυτής της Λουτσία στο νέο σπίτι της ΕΛΣ που σχεδιάσαμε για το 2018, εδώ και τέσσερα χρόνια, κορυφώνει τη συγκίνηση αυτή.

Η ΕΛΣ έχει όλες τις υλικοτεχνικές προϋποθέσεις για προετοιμασία και παρουσίαση μεγάλων λυρικών έργων στις νέες της εγκαταστάσεις. Το σημαντικότερο όλων είναι να διατηρήσει τη δυναμική της, την εξωστρέφειά της και την ισχυρή σχέση της με την κοινωνία. Και για αυτό απαιτούνται όχι μεγάλα λόγια, αλλά αληθινή έμπνευση, εξειδικευμένη γνώση, ατέλειωτο πείσμα, δοκιμασμένες ικανότητες και πραγματική αποτελεσματικότητα. Πιστεύω στις ικανότητες του προσωπικού της ΕΛΣ, το οποίο υπηρέτησα και υποστήριξα με όλες μου τις δυνάμεις, αθόρυβα αλλά ουσιαστικά, επιτρέψτε μου να πω, σε όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, και ελπίζω πως όλα θα πάνε καλά.

  • Ξεκινήσατε το ταξίδι στον χώρο της μουσικής με σπουδές, αρχικά, στο πιάνο. Όλα αυτά τα χρόνια, ως διευθυντής ορχήστρας, πώς διατηρήσατε, και πώς διατηρείτε, τη σχέση σας με αυτό;

 

Το πιάνο είναι το «όχημα εξερεύνησης» για τον διευθυντή ορχήστρας. Στη Γερμανία, όπου ολοκλήρωσα τις μουσικές μου σπουδές, το πιάνο είναι απολύτως απαραίτητο για μία σφαιρική, για μία ολοκληρωμένη εκπαίδευση του μαέστρου. Πέρα, όμως, από αυτήν τη «χρησιμότητα», λατρεύω αυτό το μουσικό όργανο, για το οποίο έχουν γραφτεί οι περισσότερες μουσικές συνθέσεις στο κλασικό ρεπερτόριο. Η πολυφωνία, οι τεράστιες τεχνικές απαιτήσεις, ο επιβλητικός του ήχος και, πάνω απ’ όλα, οι απεριόριστοι δρόμοι που ανοίγει στη μουσική ερμηνεία, με γοήτευαν ήδη από την παιδική μου ηλικία.

Μετά την περάτωση της συνεργασία σας με την ΕΛΣ, βρίσκεστε… επί ποδός σε διάφορα μέρη του κόσμου με ουκ ευάριθμα πρότζεκτ. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτές τις συνεργασίες. Τι σημαίνουν για εσάς, τόσο σε προσωπικό, όσο και επαγγελματικό επίπεδο;

Πριν από λίγον καιρό ολοκλήρωσα μια σημαντική συνεργασία μου με την όπερα της Σαγκάης, με την όπερα «Η κόρη του συντάγματος» του Ντονιτσέτι, καθώς και στα λυρικά θέατρα της Ερφούρτης και του Μπραουνσβάικ, στη Γερμανία, με την όπερα «Ιουλιέτα και Ρωμαίος» του Τζαντονάι. Ακολούθως είχα εμφανίσεις σε λυρικά θέατρα της Γερμανίας και της Βραζιλίας. Τώρα, αναλαμβάνω την καλλιτεχνική διεύθυνση της ιστορικής Όπερας της Ερφούρτης, καθώς και της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Ερφούρτης, μάλιστα έπειτα από ψηφοφορία των ίδιων των μουσικών, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, από πολλές απόψεις.

Η συνεργασία με καλλιτέχνες ή καλλιτεχνικά σύνολα από διαφορετικές μεριές του κόσμου είναι μια συναρπαστική εμπειρία, για την οποία είμαι ευγνώμων στη ζωή μου. Όχι μόνον επικοινωνείς με αυτόν τον μοναδικό τρόπο που ορίζει η «διεθνής γλώσσα» της μουσικής, η οποία καταφέρνει να ενώνει διαφορετικούς πολιτισμούς, αλλά βιώνεις νέες εμπειρίες, ξεφεύγεις από μονόπλευρες προσεγγίσεις, βλέπεις καλά στοιχεία που επιθυμείς, κατόπιν, να σε παρασύρουν ή λάθη που προσπαθείς, έπειτα, να τα αποφεύγεις. Κάθε νέα συνεργασία με μια ορχήστρα είναι ένα νέο ξεκίνημα που σε κάνει να αισθάνεσαι πραγματικά «πολίτης του κόσμου»!

Πηγή

Top