Δημήτρης Μυστακίδης: «Δεν υπάρχει νότα χαμένη»
Με αφορμή τον καινούριο δίσκο του «Αμέρικα» και τις εμφανίσεις του στην Αθήνα συναντήσαμε έναν μουσικό που έχει αφήσει το απότυπωμά του στην ελληνική μουσική.
του Γιώργου Βουδικλάρη
O τρόπος που ο Δημήτρης Μυστακίδης αποδίδει τα ρεμπέτικα με την κιθάρα του, δύσκολα περιγράφεται με λόγια: πρέπει να τον ακούσει κανείς για να καταλάβει. οι ρίζες αυτού που κάνει είναι βαθιές, παρόλο που ακούγεται τόσο σημερινό.
Η απόσταση Αθήνα Θεσσαλονίκη μάς εμπόδισε να βρεθούμε νωρίτερα. Όμως, με αφορμή τον καινούριο δίσκο του Αμέρικα και τις εμφανίσεις του στην Αθήνα, βρεθήκαμε ένα μεσημέρι, σχεδόν απρόβλεπτα, στο Μεταξουργείο γύρω από ένα τραπέζι με ούζα τσίπουρα, μεζέδες, αλλά και τον Vinicio Capossela στην παρέα, και κατορθώσαμε να κάνουμε τη συζήτηση που ακολουθεί.
Πώς ένα καλό παιδί σαν εσένα, αντί να ακολουθήσει έναν άλλο μουσικό δρόμο, διαλέγει τα ρεμπέτικα; Τα ρεμπέτικα ήταν η μουσική μέσα στην οποία μεγάλωσα. Η μάνα μου άκουγε στο σπίτι παρά πολύ και τραγουδούσε ρεμπέτικα καταπληκτικά – όχι επαγγελματικά, έπλενε πιάτα και τραγουδούσε. Ήτανε η κλασική ελληνίδα μάνα – νοικοκυρά που ήταν όλη μέρα στο σπίτι. Παρόλο που της άρεσε τόσο να τραγουδάει, με πολέμησαν πάρα πολύ στην απόφασή μου να γίνω μουσικός και οι δύο γονείς μου. Παρόλα αυτά, το παράδειγμά τους ήταν το τελείως ανάποδο, γιατί σε όλα τα γλέντια και τις οικογενειακές συναντήσεις υπήρχε τραγούδι συνεχώς. Οπότε αυτό μπήκε μέσα μου. Όμως θυμάμαι από πολύ μικρός ότι για κάποιον περίεργο λόγο αυτό το πράγμα με ενθουσίαζε. Πηγαίναμε σε οικογενειακές ταβέρνες και καθόμουνα με τους άλλους και χάζευα την ορχήστρα. Ήξερα λοιπόν από πολύ νωρίς τι θέλω να κάνω. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία γι αυτό.
Οι γονείς σου όμως δεν χαρήκαν και πολύ. Όχι, δεν χάρηκαν. Κατ’ αρχήν, έφυγαν νωρίς και οι δύο. Αλλά και στα χρόνια που προλάβανε την επαγγελματική μου ενασχόληση με τη μουσική, νομίζω ότι ποτέ δεν αποδέχτηκαν ότι μπορεί να ζω από αυτό.
Έχω ακούσει μια ιστορία σε σχέση με τον πατέρα σου και την αντίδρασή του σε σχέση με κάτι που είπες για τον Καζαντζίδη! Α ναι, αυτό είναι θεϊκό. Ο πατέρας μου δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με το τι κάνω. Όταν του ανακοίνωσα ότι δεν θέλω να δώσω πανελλήνιες γιατί ξέρω τι θέλω να κάνω, να γίνω μουσικός, μου είπε: ΟΚ, αφού αυτό θέλεις κάν’το, και δεν ξανασχολήθηκε ποτέ. Βέβαια μού είπε μια πάρα πολύ σοφή κουβέντα: Τουλάχιστον να γίνεις μουσικός κι όχι οργανοπαίκτης! Το κράτησα αυτό, έμεινε μέσα μου σαν πατρική συμβουλή. Μετά από πάρα πολλά χρόνια, αφού είχα κάνει αρκετά πράγματα στην πορεία μου, έδωσα μια συνέντευξη στον Πάρη Μήτσου, που ασχολείται πολύ με το λαϊκό τραγούδι, και μια ερώτησή του ήταν αν μου αρέσει ο Καζαντζίδης. Η απάντησή μου ήταν: όχι, δεν μου αρέσει. Δεν λέω πως δεν είναι καλός, εννοείται. Το μεγαλείο και το ταλέντο του Καζαντζίδη δεν μπορώ να τα αμφισβητήσω. Αλλά εμένα δεν μ’ αρέσει! Το είπα, τον παρακάλεσα να μην το κόψει – και όντως δεν το έκοψε, προς τιμήν του – και παίχτηκε. Πάω να δω μετά από κάμποσο καιρό τους γονείς μου, με τους οποίους για τα επαγγελματικά μου δεν συζητούσαμε ποτέ, και μα το που ανοίγει ο πατέρας μου την πόρτα του σπιτιού, μου λέει: «Δημητράκη, αυτό που είπες για τον Καζαντζίδη δεν έπρεπε να το πεις!»— Οπότε μάλλον κρυφά παρακολουθούσε τι γινότανε…
Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον αυτό που κάνεις στα ρεμπέτικα με την κιθάρα. Αν δεν απατώμαι το ρεμπέτικο ξεκίνησε με κιθάρα πριν το μπουζούκι. Κοίταξε, νομίζω αυτό είναι λίγο ακραίο να το λέμε. Γιατί είναι τόσο θολό το τοπίο στην απαρχή του κι έχει τόσο μεγάλη διασπορά – γιατί είναι και τα ρεμπέτικα της Αμερικής, οι ηχογραφήσεις που γίναν εκεί… Το ρεμπέτικο στην πρώιμή του μορφή, αυτό που λέμε μουρμούρικο, σίγουρα προϋπήρχε εδώ και παιζόταν με ταμπουροειδή όργανα – να μην πω μπουζούκια. Ταυτόχρονα βέβαια οι πρώτοι μετανάστες στην Αμερική, όπως ο Γιώργος Κατσαρός, ηχογράφησαν παραδοσιακά και ρεμπέτικα τραγούδια με κιθάρες , γιατί αυτά τα εργαλεία είχαν στη διάθεσή τους. Αυτό έπαιζε ο Κατσαρός ή ο Δούσας, με αυτό τον τρόπο έγραψαν. Αλλά δεν θα έλεγα ότι ξεκίνησε με κιθάρα. Χρονικά και ιστορικά υπάρχει πολλή σύγχυση σε αυτό το πράγμα. Άλλωστε τι σημασία έχει από πού ξεκίνησε και με ποιο όργανο; Σημασία έχει το τι έγινε.
Εγώ πάντως σε θυμάμαι να παίζεις στους Χειμερινούς Κολυμβητές και σε κάποιο διάλειμμα να βγαίνεις μόνος και να λες το Εφουμέρναμε ένα Βράδυ του Βαμβακάρη, και να μένω άφωνος… Ήμουν πάρα πολύ τυχερός σε αυτό το κομμάτι, γιατί και με το Θανάση Παπακωνσταντίνου που έπαιζα πολλά χρόνια, και με τους Χειμερινούς Κολυμβητές – δεν το συζητάω, η δική τους περίπτωση νομίζω πως είναι μοναδική στα παγκόσμια χρονικά, όχι μόνο στην Ελλάδα, και το λέω τόσο για τη σύνθεση της ορχήστρας, που είναι σπουδαίοι ο καθένας από μόνος του, αλλά και το σύνολο είναι ανυπέρβλητο. Και δεν μιλάω για την αντικειμενική παικτική δεινότητα ή το άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, γιατί δεν ξέρω: τελικά καλλιτεχνία είναι η αρτιότητα; Όχι. Αυτό που βγάζουν οι Χειμερινοί Κολυμβητές σαν αίσθηση είναι μοναδικό, με προεξάρχοντα βέβαια τον Αργύρη, που είναι μια κορυφαία προσωπικότητα, αλλά κι ο καθένας από μόνος του, όποιον και να πιάσεις, είναι ένας κι ένας. Ήταν μεγάλη μου χαρά που έπαιξα 3-4 χρόνια μαζί τους. Και με το Θανάση λοιπόν και με τους Χειμερινούς Κολυμβητές , είχαμε πρόσβαση σε πολύ μεγάλα ακροατήρια. Και μου δίναν το χώρο να παίζω αυτό το πράγμα, που εγώ όταν ξεκίνησα να παίζω στην κιθάρα τσιμπητά, με αυτή την τεχνική, έλεγα ότι το κάνω για μένα, δεν υπάρχει περίπτωση να κάτσει να το ακούσει άνθρωπος! Είναι πολύ δύσκολο, πολύ ειδικό. Κι όμως μου δώσανε χώρο γιατί το γούσταραν αυτοί κατ’ αρχήν, και τα παρουσίαζα στις συναυλίες. Κι είδα τον κόσμο να ανταποκρίνεται πάρα πολύ θετικά, οπότε αυτό μου έδωσε το κουράγιο να το συνεχίσω, να κάνω κι άλλα πράγματα. Τους ευχαριστώ πάρα πολύ γι αυτό. Μου έδωσαν μεγάλη ώθηση.
Και κάποια στιγμή άρχισες να τα ηχογραφείς κιόλας. Τα είχα αφήσει τελευταία, γιατί όλες μου οι προσωπικές δουλειές που έχουν να κάνουν με την κιθάρα , πάντα στη δική μου τη σκέψη έχουν να κάνουν με το εκπαιδευτικό κομμάτι. Ήθελα δηλαδή να καταγράψω, όπως εγώ τις έχω αντιληφθεί, όλες τις τεχνικές της λαϊκής κιθάρας σε όλες τις περιόδους του ρεμπέτικου. Με τους προηγούμενους δίσκους τις είχα καλύψει όλες, εκτός από αυτή του ρεμπέτικου στην Αμερική με τη δική της ιδιαίτερη τεχνική. Σε αυτόν λοιπόν το δίσκο ξεκίνησα με αυτή την αφορμή, αλλά στην πορεία ήρθαν τόσες πολλές σφαλιάρες από την ίδια την ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης στην Αμερική που διάβαζα, που άλλαξε τελείως το τοπίο.
Δηλαδή; Είδα ότι αυτά τα κομμάτια ηχογραφήθηκαν στην Αμερική και ξεκίνησα να διαλέγω κομμάτια αυτών που ηχογράφησαν εκεί, και προσπαθούσα να δω γιατί γράφανε τέτοια πράγματα: Γιατί, ας πούμε, υπήρχαν πολλά κομμάτια για το τζόγο, για τα ναρκωτικά… Γιατί χρησιμοποιούσαν αυτή την ιδιαίτερη γλώσσα, τα γκρήνγκλις. Όλη αυτή η αναζήτηση με οδήγησε να διαβάσω πολλά πράγματα για τη μετανάστευση των Ελλήνων στις ΗΠΑ. Τους λόγους, τον τρόπο, το τι αντιμετώπισαν αυτοί οι άνθρωποι εκεί… Κι ανακάλυψα πράγματα πολύ σημαντικά για μένα. Γιατί με αυτά που ζούμε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, και με την υποδοχή των προσφύγων, αλλά και με τη μετανάστευση Ελλήνων στο εξωτερικό σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, συγκλονίστηκα από την ομοιότητα που βλέπω στα πράγματα 100 χρόνια μετά. Ποιοι λόγοι ανάγκασαν τότε τους ανθρώπους να φεύγουν, και στους αναλογικά ίδιους λόγους που τους οδηγούν και σήμερα να μετακινούνται και να φεύγει από τον τόπο του. Το θέμα της προσφυγιάς το έχω ζήσει πολύ έντονα και από τους παππούδες μου, που ‘ήρθαν από το Ικόνιο, και ποτέ στην ουσία δεν ένιωσαν δικό τους τον τόπο που ριζώσανε, γιατί ποτέ δεν τους άφησαν οι άνθρωποι να τον νιώσουν σαν τόπο τους. Το ίδιο συμβαίνει και στον τόπο που ζω με τους Σύρους πρόσφυγες και τα παιδιά που δεν γίνονται δεκτά στα σχολεία. Αυτό με προβλημάτισε πολύ: πώς είναι δυνατόν να αρνείσαι σε ένα παιδί την πρόσβαση στην παιδεία; Το να κάτσει δίπλα στο δικό σου παιδί και να μάθει την ελληνική γλώσσα και να δεχτεί την ελληνική παιδεία; Κι όλα αυτά με το πρόσχημα της ελληνικότητας και της διαφύλαξης του έθνους. Μου φαίνεται τόσο παράλογο αυτό. Και τελικά αυτός ο δίσκος ήταν μια βαλβίδα αποσυμπίεσης για μένα, για να βγάλω από μέσα μου όλα όσα μου έσφιγγαν την ψυχή.
Περί Θεσσαλονίκης ο λόγος: υπάρχει σχολή εκεί; Δεν υπάρχει σχολή πια. Παλιότερα μπορεί να υπήρχε. Αυτό που υπάρχει είναι η διαφορά νοοτροπίας, και πρακτική διαφορά στο πώς συναντιούνται οι άνθρωποι. Παραδείγματος χάριν, χτες κατέβασα ένα συνάδελφο και φίλο στον Πειραιά κι έκανα ταξίδι ολόκληρο! Σαν να πήγα σε άλλη πόλη… Εδώ οι ρυθμοί είναι πιο εντατικοί. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι η Θεσσαλονίκη δουλεύει με παρέες: εκεί οι παρέες κάνουν τα πράγματα – και συνεχίζουν να τα κάνουν. Γιατί απλώς μπορούν να υπάρχουν, σε καθημερινή βάση, να βρίσκονται εύκολα… Βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, η Θεσσαλονίκη είχε έναν Παπάζογλου για πάρα πολλά χρόνια, που ήταν για τους νέους κάτι σαν φάρος. Σαν λόγος για να προσπαθούν να κάνουν πράγματα, γιατί έβλεπαν ότι ένας άνθρωπος που έμεινε εκεί και επέμεινε, τα έχει καταφέρει τόσο καλά. Και από το Νίκο μπορούσαν να έχουν πρόσβαση και σε ένα βήμα παραπέρα. Ήμουν μαζί του 12-14 χρόνια. Θυμάμαι ότι στις συναυλίες του δίνανε κασέτες και δίσκους με τη δουλειά τους πολλοί. Μπορεί να αργούσε να το κάνει, αλλά τα άκουγε όλα πολύ προσεκτικά. Και είχε φοβερό κριτήριο στο τι είναι καλό και τι όχι. Κι αλάνθαστο.